- οστρεοκόμος
- οαυτός που ασχολείται με την οστρεοκομία, εκτροφέας οστρέων, οστρεοτρόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστρεοκομία — η οστρεοκαλλιέργεια, οστρεοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρεοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
οστρεοτρόφος — ο, η αυτός που ασχολείται με την οστρεοτροφία, οστρεοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + τρόφος (< τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
στρεοκομεί — το θαλάσσια περιοχή όπου εκτρέφονται όστρεα για εμπορική εκμετάλλευση, αλλ. οστρεοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρεοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek